Η εικόνα στο Ιράκ διέφερε από την εικόνα που παρουσίαζαν οι αναλυτές, αναφέρουν οι New York Times
Νέα Υόρκη 20/04/08 Αποκαλύψεις των New York Times
Την χρήση των στρατιωτικών αναλυτών για την διαμόρφωση της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ υπέρ του πολέμου στο Ιράκ και της κυβερνητικής πολιτικής και αντίθετα με την αντικειμενική δημοσιογραφική κάλυψη καταγράφει εκτεταμένο ρεπορτάζ των New York Times, βασισμένο σε χιλιάδες έγγραφα του Πενταγώνου.
Οι αναλυτές είναι κατά κύριο λόγο νεοσυντηρητικοί απόστρατοι αξιωματικοί και, όπως αποκαλύπτει η εφημερίδα, μεγάλος αριθμός τους επενδύει σε εταιρείες πολεμικού υλικού ή εταιρείες που έχουν συμβάσεις με το Πεντάγωνο ενώ, ταυτόχρονα, τα ίδια πρόσωπα καλούνται να σχολιάσουν και να κρίνουν τις κυβερνητικές πολιτικές.
Στο ρεπορτάζ του ο Ντέιβιντ Μπάρστοου σημειώνει ότι οι υπόγειες σχέσεις Πενταγώνου και αναλυτών παραμένουν εν πολλοίς κρυφές ακόμα και από τα τηλεοπτικά δίκτυα από τα οποία εμφανίζονται να αμείβονται από 500 μέχρι 1000 δολάρια για κάθε εμφάνιση. Τα ίδια τα δίκτυα (κυρίως το Fox, το NBC και το CNN) δεν γνώριζαν πλήρως τις διασυνδέσεις των αναλυτών με την κυβέρνηση αν και επισημαίνουν ότι δεν εφαρμόζουν στους αναλυτές τα αυστηρά κριτήρια για διασυνδέσεις με οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που εφαρμόζουν στους δημοσιογράφους τους.
Παρά τις «υπόγειες δεσμεύσεις» να μεταδίδουν την κυβερνητική θέση, το ρεπορτάζ σημειώνει ότι υπήρξαν αναλυτές που δηλώνουν ότι κατέπνιξαν την δυσφορία τους για αυτό που έκαναν και τις όποιες αμφιβολίες είχαν για να μην διακινδυνεύσουν την πρόσβαση τους στις πληροφορίες. Αλλοι φρόντισαν να αυτολογοκρίνουν τις αντιρρήσεις τους για την σκοπιμότητα του πολέμου.
Από την πλευρά του το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας τονίζει ότι παρείχε μόνο πληροφορίες για την ενημέρωση της κοινής γνώμης.
«Συμβιωτική σχέση» από το 2002
Η εφημερίδα τονίζει ότι η επιχείρηση, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου, άρχισε το 2002 όταν προετοιμάζονταν το κλίμα για μία μελλοντική στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ. Την ίδια εποχή η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ ήταν διστακτική για την επέμβαση σε μία χώρα που δεν φαίνονταν να σχετίζεται άμεσα με τις νωπές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Κομβικό ρόλο στην οργάνωση της επιχείρησης φέρεται να έπαιξε η Τόρι Κλάρκ, υφυπουργός Άμυνας αρμόδια για τις δημόσιες σχέσεις που κινητοποιήθηκε, με την σύμφωνη γνώμη του τότε υπουργού Άμυνας Ντόναλντ Ραμσφελντ, για την αξιοποίηση των αναλυτών και μετά την ανακοίνωση τότε από τον πρόεδρο Μπους του τέλους των στρατιωτικών επιχειρήσεων το 2003.
Οι στενές, «συμβιωτικές» όπως χαρακτηρίζονται στο ρεπορτάζ, σχέσεις του Πενταγώνου και των αναλυτών συνεχίζονται μέχρι και σήμερα αν και τα δύο-τρία τελευταία χρόνια το Πεντάγωνο προσπάθησε να οργανώσει μία ομάδα αναλυτών που θα εμφανίζονται συστηματικά σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης. Παράλληλα, το υπουργείο καταγράφει όλες τις εμφανίσεις των αναλυτών για να διαπιστώσει το αν παραμένουν κοντά στην επίσημη θέση.
Προκειμένου να περάσουν την κυβερνητική γραμμή -ακόμα και όταν επρόκειτο για εσφαλμένες και ψευδείς πληροφορίες- οι αναλυτές έλαβαν μέρος σε κλειστές ενημερωτικές συσκέψεις με ανώτατους αξιωματικούς και απέκτησαν πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες. Επισκέφτηκαν επανειλημμένα από το 2003 το Ιράκ όπου βρέθηκαν, αποκαλύπτει η εφημερίδα, μπροστά σε μία σκηνοθετημένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια πραγματικότητα που απέκρυπτε τα σοβαρά προβλήματα από την ένοπλη δράση κατά των αμερικανικών δυνάμεων.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ενημερώθηκαν ακόμα από ανώτατα στελέχη της διακυβέρνησης όπως ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Αλμπέρτο Γκονζάλες.
Η θετική εικόνα που παρουσίασαν οι αναλυτές μετέδιδε το μήνυμα ότι το Ιράκ είναι ασφαλές και άνοιξε έτσι τον δρόμο και για την σύναψη συμβολαίων της τάξεως δισεκατομμυρίων δολαρίων.
«Δύναμη ταχείας επέμβασης»
Σε κάποιες περιπτώσεις οι εν λόγω αναλυτές χρησιμοποιήθηκαν ως «δύναμη ταχείας δράσης» για την μεταβολή της κοινής γνώμης.
Η εφημερίδα καταγράφει ένα περιστατικό από το 2005 όταν η Διεθνής Αμνηστία χαρακτήρισε τη βάση του Γκουαντάμανο στην Κούβα, όπου κρατούνται από τις ΗΠΑ δεκάδες ύποπτοι για συμμετοχή σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, ως «το γκουλάγκ της εποχής μας», παραλληλίζοντας την βάση με τα στρατόπεδα όπου κρατούνταν αντιφρονούντες στην Σοβιετική Ένωση. Το Πεντάγωνο, αναφέρουν οι New York Times, οργάνωσε την μετάβαση πολλών αναλυτών στη βάση.
Ένας από αυτούς σε τηλεφωνική επικοινωνία από την βάση, τόνισε ότι «οι εντυπώσεις των ΜΜΕ και από όσους δεν έχουν επισκεφτεί τη βάση είναι εντελώς ψευδείς»· άλλος αναλυτής υπογράμμισε ότι «έχουν διατεθεί 100 εκατομμύρια σε νέα κατασκευαστικά έργα» και ότι η βάση «διοικείται με πολύ επαγγελματισμό».
Νέα Υόρκη 20/04/08 Αποκαλύψεις των New York Times
Την χρήση των στρατιωτικών αναλυτών για την διαμόρφωση της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ υπέρ του πολέμου στο Ιράκ και της κυβερνητικής πολιτικής και αντίθετα με την αντικειμενική δημοσιογραφική κάλυψη καταγράφει εκτεταμένο ρεπορτάζ των New York Times, βασισμένο σε χιλιάδες έγγραφα του Πενταγώνου.
Οι αναλυτές είναι κατά κύριο λόγο νεοσυντηρητικοί απόστρατοι αξιωματικοί και, όπως αποκαλύπτει η εφημερίδα, μεγάλος αριθμός τους επενδύει σε εταιρείες πολεμικού υλικού ή εταιρείες που έχουν συμβάσεις με το Πεντάγωνο ενώ, ταυτόχρονα, τα ίδια πρόσωπα καλούνται να σχολιάσουν και να κρίνουν τις κυβερνητικές πολιτικές.
Στο ρεπορτάζ του ο Ντέιβιντ Μπάρστοου σημειώνει ότι οι υπόγειες σχέσεις Πενταγώνου και αναλυτών παραμένουν εν πολλοίς κρυφές ακόμα και από τα τηλεοπτικά δίκτυα από τα οποία εμφανίζονται να αμείβονται από 500 μέχρι 1000 δολάρια για κάθε εμφάνιση. Τα ίδια τα δίκτυα (κυρίως το Fox, το NBC και το CNN) δεν γνώριζαν πλήρως τις διασυνδέσεις των αναλυτών με την κυβέρνηση αν και επισημαίνουν ότι δεν εφαρμόζουν στους αναλυτές τα αυστηρά κριτήρια για διασυνδέσεις με οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που εφαρμόζουν στους δημοσιογράφους τους.
Παρά τις «υπόγειες δεσμεύσεις» να μεταδίδουν την κυβερνητική θέση, το ρεπορτάζ σημειώνει ότι υπήρξαν αναλυτές που δηλώνουν ότι κατέπνιξαν την δυσφορία τους για αυτό που έκαναν και τις όποιες αμφιβολίες είχαν για να μην διακινδυνεύσουν την πρόσβαση τους στις πληροφορίες. Αλλοι φρόντισαν να αυτολογοκρίνουν τις αντιρρήσεις τους για την σκοπιμότητα του πολέμου.
Από την πλευρά του το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας τονίζει ότι παρείχε μόνο πληροφορίες για την ενημέρωση της κοινής γνώμης.
«Συμβιωτική σχέση» από το 2002
Η εφημερίδα τονίζει ότι η επιχείρηση, που έχει όλα τα χαρακτηριστικά επιχειρήσεων ψυχολογικού πολέμου, άρχισε το 2002 όταν προετοιμάζονταν το κλίμα για μία μελλοντική στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ. Την ίδια εποχή η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ ήταν διστακτική για την επέμβαση σε μία χώρα που δεν φαίνονταν να σχετίζεται άμεσα με τις νωπές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Κομβικό ρόλο στην οργάνωση της επιχείρησης φέρεται να έπαιξε η Τόρι Κλάρκ, υφυπουργός Άμυνας αρμόδια για τις δημόσιες σχέσεις που κινητοποιήθηκε, με την σύμφωνη γνώμη του τότε υπουργού Άμυνας Ντόναλντ Ραμσφελντ, για την αξιοποίηση των αναλυτών και μετά την ανακοίνωση τότε από τον πρόεδρο Μπους του τέλους των στρατιωτικών επιχειρήσεων το 2003.
Οι στενές, «συμβιωτικές» όπως χαρακτηρίζονται στο ρεπορτάζ, σχέσεις του Πενταγώνου και των αναλυτών συνεχίζονται μέχρι και σήμερα αν και τα δύο-τρία τελευταία χρόνια το Πεντάγωνο προσπάθησε να οργανώσει μία ομάδα αναλυτών που θα εμφανίζονται συστηματικά σε συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης. Παράλληλα, το υπουργείο καταγράφει όλες τις εμφανίσεις των αναλυτών για να διαπιστώσει το αν παραμένουν κοντά στην επίσημη θέση.
Προκειμένου να περάσουν την κυβερνητική γραμμή -ακόμα και όταν επρόκειτο για εσφαλμένες και ψευδείς πληροφορίες- οι αναλυτές έλαβαν μέρος σε κλειστές ενημερωτικές συσκέψεις με ανώτατους αξιωματικούς και απέκτησαν πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες. Επισκέφτηκαν επανειλημμένα από το 2003 το Ιράκ όπου βρέθηκαν, αποκαλύπτει η εφημερίδα, μπροστά σε μία σκηνοθετημένη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια πραγματικότητα που απέκρυπτε τα σοβαρά προβλήματα από την ένοπλη δράση κατά των αμερικανικών δυνάμεων.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ενημερώθηκαν ακόμα από ανώτατα στελέχη της διακυβέρνησης όπως ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Αλμπέρτο Γκονζάλες.
Η θετική εικόνα που παρουσίασαν οι αναλυτές μετέδιδε το μήνυμα ότι το Ιράκ είναι ασφαλές και άνοιξε έτσι τον δρόμο και για την σύναψη συμβολαίων της τάξεως δισεκατομμυρίων δολαρίων.
«Δύναμη ταχείας επέμβασης»
Σε κάποιες περιπτώσεις οι εν λόγω αναλυτές χρησιμοποιήθηκαν ως «δύναμη ταχείας δράσης» για την μεταβολή της κοινής γνώμης.
Η εφημερίδα καταγράφει ένα περιστατικό από το 2005 όταν η Διεθνής Αμνηστία χαρακτήρισε τη βάση του Γκουαντάμανο στην Κούβα, όπου κρατούνται από τις ΗΠΑ δεκάδες ύποπτοι για συμμετοχή σε τρομοκρατικές δραστηριότητες, ως «το γκουλάγκ της εποχής μας», παραλληλίζοντας την βάση με τα στρατόπεδα όπου κρατούνταν αντιφρονούντες στην Σοβιετική Ένωση. Το Πεντάγωνο, αναφέρουν οι New York Times, οργάνωσε την μετάβαση πολλών αναλυτών στη βάση.
Ένας από αυτούς σε τηλεφωνική επικοινωνία από την βάση, τόνισε ότι «οι εντυπώσεις των ΜΜΕ και από όσους δεν έχουν επισκεφτεί τη βάση είναι εντελώς ψευδείς»· άλλος αναλυτής υπογράμμισε ότι «έχουν διατεθεί 100 εκατομμύρια σε νέα κατασκευαστικά έργα» και ότι η βάση «διοικείται με πολύ επαγγελματισμό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου