Ο καπιταλισμός μετά την κρίση
Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
Η τωρινή οικονομική κρίση, που είναι αναμφίβολα από τις σοβαρότερες στην ιστορία του καπιταλισμού, κλείνει μια φάση που διήρκεσε σαράντα περίπου χρόνια. Κλείνει δηλαδή τη φάση που διαδέχθηκε εκείνη που ο μαρξιστής ιστορικός Ερικ Χομπσμπάουμ όρισε ως «χρυσή εποχή», την εποχή που ξεκινάει από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και φτάνει μέχρι και τη δεκαετία του 1970.
Ακολούθησε έπειτα η εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, μια εποχή που προκάλεσε μεγάλες ανισορροπίες στις σχέσεις οικονομίας και πολιτικής. Το ενδιαφέρον σχετικά με τη σημερινή παγκόσμια κρίση επικεντρώνεται κυρίως στο θέμα της διάρκειάς της. Λίγοι αναρωτιούνται αν και πώς, μετά την κρίση, θα αλλάξει η καπιταλιστική οικονομία. Στη διάρκεια της μεγάλης κρίσης της δεκαετίας του 1930 -εκείνης που μοιάζει περισσότερο με την τωρινή- ήταν πολλοί εκείνοι που πίστεψαν ότι το τέλος της κρίσης θα συνέπιπτε με το τέλος του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα, λίγο έλειψε να επαληθευτεί αυτή η πρόβλεψη.
Σήμερα όμως, όπως σημειώνει σε ένα άρθρο του στη «Repubblica» ο Τζόρτζιο Ρούφολο: «Δεν υπάρχει κανείς που θα στοιχημάτιζε έστω και ένα ευρώ στην πιθανότητα της κατάρρευσης του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός δεν θα διαρκέσει αιώνια -συνεχίζει ο ιταλός οικονομολόγος- αλλά είναι σίγουρο ότι δεν πνέει τα λοίσθια. Υπάρχουν τρεις εδραιωμένες μορφές που ο καπιταλισμός εισήγαγε στη σύγχρονη κοινωνία και που φαίνεται να διαθέτουν ιστορική διάρκεια: ο πρωταρχικός ρόλος της οικονομίας ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας, ο πρωταρχικός ρόλος του κεφαλαίου στη δομή της οικονομίας και ο πρωταρχικός ρόλος της αγοράς στη ρύθμιση της οικονομίας. Αυτά τα τρία χαρακτηριστικά αποτελούν το θεμέλιο του τέταρτου: της κίνησης διαρκούς ανάπτυξης που ο καπιταλισμός έχει επιβάλει στην παγκόσμια οικονομία. Αυτά τα χαρακτηριστικά, κυρίως τα τρία πρώτα, καθιστούν τον καπιταλισμό ένα σύστημα πρακτικά αναντικατάστατο. Η πιο μεγαλειώδης εναλλακτική λύση προς τον καπιταλισμό, η κομμουνιστική, ναυάγησε. Και δεν αξίζει να τη νοσταλγούμε. Αυτό δσεν σημαίνει ότι μετά την κρίση όλα πρέπει να ξαναγίνουν όπως πριν. Ο καπιταλισμός μετράει αιώνες, αλλά αλλάζει κάθε τόσο. Υπήρξε ένας καπιταλισμός φιλελεύθερος, ένας προστατευτικός καπιταλισμός, ένας κεϊνσιανός καπιταλισμός και ένας νεφιλελεύθερος καπιταλισμός. Καθένας τους βαθιά διαφορετικός από τον άλλον. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός βγαίνει από την κρίση τσακισμένος. Φαίνεται λογικό επομένως να αναρωτιόμαστε αν ο καπιταλισμός που θα προκύψει ύστερα απ' αυτή την κρίση θα είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον που μας οδήγησε στην κρίση. Και ποια θα είναι αυτή η διαφορά. Ας διατρέξουμε γρήγορα τα τρία μόνιμα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Είναι (σχεδόν) βέβαιο ότι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας θα συνεχίσει να είναι η οικονομία. Αλλά ο κινητήρας λειτουργεί σε μια μηχανή που μπορεί να αλλάζει. Οι πολιτικές μηχανές μέσα στις οποίες έδρασε ο καπιταλισμός χαρακτηρίζονταν από διαφορετικές εθνικές ηγεμονίες: την ιταλική, την ολλανδική, τη βρετανική, την αμερικανική. Στον περασμένο αιώνα η αμερικανική ηγεμονία ήταν αδιαμφισβήτητη. Θα είναι και στο μέλλον; Η κρίση την έβαλε σε σκληρή δοκιμασία. Και στο μεταξύ αναδύθηκαν νέες πολιτικές δυνάμεις: η Ινδία και η Κίνα.
Για να μη μιλήσουμε για τις πολυεθνικές οικονομικές δυνάμεις, που είναι σε θέση να αποφεύγουν ακόμα και την επιρροή της πολιτικής υπερδύναμης. Ολα αυτά προκαλούν μια κατάσταση παγκόσμιας οικονομικής αταξίας, που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι σε θέση να ελέγξουν πλήρως. Δεύτερο σημείο. Μέσα από την παγκοσμιοποίηση και την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού τομέα, η κατίσχυση του κεφαλαίου έγινε απόλυτη κυριαρχία με ανεξέλεγκτες συνέπειες αστάθειας και επικίνδυνα συγκρουσιακές καταστάσεις αδικίας. Μια οικονομία που είναι διαρκώς εκτεθειμένη στον κίνδυνο διόγκωσης και έκρηξης της κερδοσκοπικής φούσκας δεν είναι το ιδεώδες πλαίσιο για τη διάδοση της ευημερίας.
Τρίτο σημείο. Η εμπορευματοποίηση της οικονομίας εισήγαγε στο σύστημα δύο κοινωνικά διαλυτικούς παράγοντες. Ο πρώτος είναι η ανισορροπία ανάμεσα στην υπεραφθονία των ιδιωτικών καταναλώσεων και στην ένδεια των κοινωνικών αγαθών (εκπαίδευση, υγεία, κουλτούρα, αλληλεγγύη, περιβάλλον). Ο δεύτερος, ακόμα χειρότερος, είναι η εμπορευματοποίηση των κανόνων. Αν οι κανόνες του παιχνιδιού μπαίνουν μέσα στο παιχνίδι, το παιχνίδι καταστρέφεται. Αν οι διαιτητές μπορεί να εξαγοράζονται, όχι περιστασιακά και εγκληματικά, αλλά «κανονικά», τότε δεν υπάρχει πλέον αγώνας. Αυτό έγινε επιδεικτικά με τα φαινόμενα εξαπάτησης στην τωρινή κρίση και με την εμπορευματοποίηση των τίτλων, οι οποίοι έπρεπε να είναι εργαλεία εγγύησης και όχι αντικείμενα κερδοσκοπίας.
Αυτές οι τρεις πλευρές της κρίσης θα δικαιολογούσαν από μόνες τους μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις οικονομίας και πολιτικής: στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, των συναλλαγών και των νομισματικών ισοτιμιών· σε εκείνο της κατανομής των πόρων ανάμεσα σε πραγματική και χρηματοπιστωτική οικονομία, ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία· σε εκείνο του επιμερισμού των πόρων ανάμεσα σε ιδιωτικά αγαθά και δημόσια αγαθά και της διάκρισης ανάμεσα σε συμβόλαια και προϊόντα, ανάμεσα σε εμπορεύματα και κανόνες ανταλλαγής. Απομένει το τέταρτο αποφασιστικό σημείο, που σήμερα συσκοτίζεται από το κυρίαρχο ενδιαφέρον να βγούμε το συντομότερο από την κρίση: εκείνο της βιωσιμότητας της ανάπτυξης. Επρεπε να είναι το κυρίαρχο ζήτημα. Σήμερα καθοδηγούμαστε από έναν παραπλανητικό δείκτη, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), που παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή της οικονομίας, τη διάκριση των εισοδημάτων από τα κόστη. Πρόκειται για αληθινό παραλογισμό, για να μη μιλήσουμε για ντροπή».